- απογκρεμίζω
- μετ. завершить, заканчивать ломку, разрушение (дома, стены); разрушить до основания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απογκρεμίζω — γκρεμίζω εντελώς, συμπληρώνω το γκρέμισμα … Dictionary of Greek
απογκρεμίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, συμπληρώνω το γκρέμισμα κάποιου πράγματος: Το απογκρέμισαν τα παιδιά εκείνο το καλύβι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)